- χαλκίναος
- χαλκίναοςdwelling in a brazen templemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκίναος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινο ναό, χαλκίοικος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + ναός (πρβλ. πολύ ναος, πρό ναος). Ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το χαλκί οικος] … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek